-
1 υστάτη
ὕστατοςfem nom /voc sg (attic epic ionic)ὕστεροςlatter: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὕστατοςfem dat sg (attic epic ionic)ὕστεροςlatter: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 υστατη
-
3 ὑστάτη
Βλ. λ. υστάτη -
4 ὑστάτῃ
Βλ. λ. υστάτη -
5 μετά-νιπτρον
μετά-νιπτρον, τό, = Vorigem, Ath. XI, 486; Hesych. erkl. ἡ ὑστάτη πόσις.
-
6 αγκυρα
ион. ἀγκύρη ἥ1) якорь Pind., Aesch., Eur., Thuc., Xen., Plut., Anth.ἐπ΄ ἀγκύραις ὁρμεῖσθαι Her. или ἀποσαλεύειν Dem. — стать на якорь;
ἐπὴ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν погов. Dem. — стоять на двух якорях, т.е. вдвойне застраховать себя, перестраховаться;ἥ ὑστάτη ἄ., ἣν ἱερὰν οἱ ναυτιλλόμενοί φασι Luc. — последний якорь, который мореходы называют священным2) перен. якорь спасения, опора, надежда(οἴκων ἄ. Eur.)
εἰσὴ μητρὴ παῖδες ἄγκυραι βίου Soph. — дети - опора матери в жизни -
7 υστατος
3[superl. к ὕστερος I] последний, крайний, конечный Hom., Trag. etc. - см. тж. ὕστατα, ὑστάτη и ὕστατον -
8 дыхание
-я ουδ.αναπνοή, πνοή, ανάσα, αдыхание νάσεμα•органы -я αναπνευστικά όργανα•
ис-куственное! дыхание τεχνητή αναπνοή•
затруднённое дыхание δύσπνοια•
переводить дыхание παίρνω ανάσα.
|| εισπνοή. || εκπνοή. || μτφ. φύσημα, πνοή•бурное дыхание ветра δυνατό φύσημα ανέμου•
дыхание весны πνοή της Α,νοιξης.
εκφρ.до последнего -я – μέχρι τελευταίας πνοής (όσο θα ζω)•испустить последнее дыхание – εκπνέω (παραδίδω) την τελευταία (ύστατη) πνοή. -
9 τελευτή
A completion, accomplishment, τελευτὴν ποιῆσαι [γάμου] accomplish, Od.1.249, 16.126;κραίνειν τελευτὰν γάμου Pi.P.9.66
; τ. νόστου ib.1.35;οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τ. τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι Il.9.625
.2 event, issue,δεῖξεν πᾶσαν τ. πράγματος Pi.O.13.75
, cf. Thgn.1075; γάμου πικραὶ τ. A.Ag. 745 (lyr.);τ. πρευμενεῖς κτίσαι Id.Supp. 138
(lyr.); (troch.);κακοῦ θυμοῦ τ... κακὴ προσγίγνεται S.OC 1198
.3 termination, end, οὐδέ τις ἦν ἔριδος λύσις οὐδὲ τ. Hes.Th. 637;μή μ' ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τ. τῆς ὁδοῦ Ar.Lys. 294
(lyr.);ἡ τ. τοῦ πολέμου Th.1.13
; ;τελευτὴν ἔχειν Pl.Lg. 782a
.4 esp. βιότοιο τ. Il.7.104, 16.787;βίου Hdt.1.30
, 31, cf. And.4.24;τ. τοῦ βίου τελεῖν S.Tr.79
;ἐπὶ τελευτῇ τοῦ βίου Pl.Grg. 516a
.b freq. without βίου, the end of life, death, Pi.O.5.22, Pl.Phd. 118, etc.;τ. ὑστάτη S.Tr. 1256
; τελευτῆς λαχεῖν, τυχεῖν, Th.2.44, X.HG4.4.6;τ. δοῦναι Id.Cyr.8.7.3
; periphr., θανάτοιο τ. the end that is death, Hes.Sc. 357, cf.τέλος 1.4
;τῆς γηραιοῦ τ. προαποθνῄσκειν Antipho 4.1.2
.5 with Preps., in adv. sense, at the end, at last,h.Hom.
7.29, Hes.Op. 333, Thgn.201, S.OC 1223 (lyr.);ἐπὶ τελευτῆς Pl.Phdr. 267d
, etc.;ἐν τελευτᾷ Pi.O.7.26
, A.Th. 936 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελευτή
-
10 ὕστερος
A latter, last, [comp] Comp. and [comp] Sup. without any Posit. Adj. in use. (The Posit. must be looked for in Skt. úd 'up'; with ὕστερος, ὕστατος cf. Skt. [comp] Comp. and [comp] Sup. úttaras, uttamás 'higher, (later)', 'highest, (latest)'; cf. ὑστέρα.)A [full] ὕστερος, α, ον, latter:I of Place, coming after, behind,ὑστέρῳ ποδί E.Hipp. 1243
, HF 1040; ὑστέρας ἔχων πώλους keeping them behind, S.El. 734;ὕ. λόχος X.Cyr.2.3.21
;ἐν τῷ ὑ. λόγῳ Antipho 6.14
, cf. Pi.O.11(10).5, Pl.Grg. 503c, etc.; τὰ ὕ. the latter clauses, Plu.2.742d (s. v. l., δεύτερα Turnebus): c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Pl.Ly. 206e, cf. Th.3.103; οὐδὲν ὑστέρα νεώς not a whit behind ( slower than) a ship, A.Eu. 251.II of Time, next,ὁ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Il.5.17
, 16.479; τῷ ὑ. ἔτει in the next year, X HG7.2.10;τῇ ὑ. Ὀλυμπιάδι Hdt.6.103
; ὑ. χρόνῳ in after time, Id.1.130, A.Ag. 702 (lyr.), etc.;ἐν ὑ. χρόνοις Pl.Lg. 865a
;ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις A.Ag. 1666
(troch.); δεκάτῃ ὑ. or ὑ. δεκάτῃ, on the [ per.] 21st day, Decr. ap. D.L.7.10, cf. Longin.Rh. p.192 H.: c. gen., later than, after,σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑπὸ γαῖαν Il.18.333
, cf. Ar.Ec. 859, Pl.Phd. 87c, al.:ὑ. χρόνῳ τούτων Hdt.4.166
, 5.32, cf. Th.2.54.2 later, too late,ὕ. ἐλθών Il.18.320
;κἂν ὕ. ἔλθῃ Ar.V. 691
(anap.);μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Id.Lys.69
;ὑ. ἀφικνεῖσθαι Th.4.90
; ὕ. (sc. ἐλθών) S.OT 222, Tr.92;Διονύσιος ὁ ὕ. D.
the second, Arist.Pol. 1312a4.3 c. gen. rei, too late for,ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς Hdt.6.120
;ὕ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ar.V. 690
(anap.);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι E.HF 1174
;ὕ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Pl.Lg. 698e
.III of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕ., i.e. younger, Il.3.215; c. gen., οὐδενὸς ὕ. second to none, S.Ph. 181(lyr.), cf. Th.1.91;γυναικὸς ὕ. S. Ant. 746
; μηδ' ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ' ὕ. πολιτεύου not putting yourself above the laws, but below them, Aeschin.3.23; σῶμα δεύτερον καὶ ὕ (sc. ψυχῆς) Pl.Lg. 896c; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι that all things were secondary to.., Th.8.41.2 logically posterior,ὁ τόπος ὕ. τῆς ὕλης Plot.2.4.12
.IV Adv. ὑστέρως is found only in Eccl. writers, the ascription to Plato by Ammon. Diff.p.115V., Thom.Mag.p.284 R. being now corrected from Ptol. Ascal.p.405 H., where codd. have δευτέρως: the neut. ὕστερον was used, rarely of Place, behind,ὀπαδεῖν ὕ. A.Fr. 475
;ὕ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι X.Cyr.5.3.42
.2 of Time, later, afterwards, parm.8.10, Hdt.6.91, etc.; also τὸ ὕ., opp. τὸ παλαιόν, Lycurg.61;ὕστερα Od.16.319
; freq. with other words,ὕ. αὖτις Il.1.27
;οὔποτ' αὖθις ὕ. S.Aj. 858
; ἔπειτα δ' ὕ., after μέν, Antiph.270;εἶτα.. ὕ. Id.53.4
; χρόνῳ ὕ. πολλῷ a long time after, Hdt.1.171; ὕ. χρόνῳ or χρόνῳ ὕ. some time later, Th.1.8,64;χρόνοις ὕ. Lys.3.39
;βραχεῖ χρόνῳ ὕ. X.Cyr.5.3.52
;οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕ. Id.HG1.1.1
; ὀλίγῳ orὀλίγον ὕ. Pl.R. 327c
, Grg. 471c;πολλῷ ὕ. Th.2.49
, Pl.Phd. 58a;οἱ ἄνθρωποι οἱ ὕ.
posterity,Id.
R. 415d; τὰ ὕ. γράμματα the later inscriptions, Id.Chrm. 165a.b c. gen.,ὕ. τούτων Hdt.1.113
, etc.;ὕ. ἔτι τούτων Id.9.83
; τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕ. after my own opinion was formed, Id.2.18; τοῦ δέοντος ὕ. later than ought to be, Ar.Lys.57: c. dat. et gen.,ἔτεσι πολλοῖσι ὕ. τούτων Hdt.6.140
, cf. 1.91;πολλῷ ὕ. τῶν Τρωϊκῶν Th.1.3
, cf. Isoc. 19.22: folld. byἤ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕ... ἢ ποτείδαια ἀπέστη Th. 1.60
, cf. 6.4.3 in Adv. sense with Preps.,ἐς ὕστερον Od.12.126
, Hes.Op. 351, Hdt.5.41,74, S.Ant. 1194, E.IA 720, Pl.Ti. 82b, etc.:ἐν ὑστέρῳ Th.3.13
, 8.27:ἐξ ὑστέρου D.S.14.109
, D.H.4.73; alsoἐξ ὑστέρης Hdt.1.108
, 5.106, 6.85.B [full] ὕστᾰτος, η, ον, last:I of Place,ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.2.281
; εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς hindmost, of a rudder, A. Supp. 717;ἡμῖν τοῖς ὑ. κατακειμενοις Pl.Smp. 177e
.II of Time,τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕ. ἐξενάριξεν; Il.11.299
, cf. 5.703, E HF485, etc.;ὁ δ' ὕ. γε.. πρεσβεύεται A.Ag. 1300
; ἡλίου.. πρὸς ὕ. φῶς ib. 1324; τὸν ὕ. μέλψασα γόον ib. 1445;τοὔπος ὕ. θροεῖ S.Aj. 864
; ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς the last day of.., Hdt.2.151;ἐν τοῖσιν ὑ. φράσω Ar. Ra. 908
; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, E. Ion 1115;οἱ ὕστατοι εἰπόντες D.1.16
, etc.; ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις meeting with his downfall at last, Pi.O.10(11).41.III of Rank or Degree,οὐκ ἐν ὑστάτοις S.Tr. 315
; τὰ ὕ. πάσχειν, like τὰ ἔσχατα, Luc.Phal.1.5.IV for regul. Adv. ὑστάτως (which occurs only in Hippiatr. 20), the neut. sg. and pl. are used,πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.20.116
;ὕστατα καὶ πύματα 4.685
, 20.13;νῦν ὕστατα Il.1.232
, Od.22.78;ὕστατα ὁρμηθέντες Hdt.8.43
;καὶ πρῶτον καὶ ὕ. Pl.Mx. 247a
; ὕ. δή σε προσεροῦσι, τὸ ὕ. προσειπεῖν, Id.Phd. 60a, Luc.VH1.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕστερος
-
11 ῥοπή
ῥοπή, ῆς, ἡ (ῥέπω ‘to incline’; Aeschyl., Pla.+; Herodas 7, 33; Vett. Val. 301,1; SIG 761, 5 [48/47 B.C.]; UPZ 110, 73 [164 B.C.]; PTebt 27, 79; LXX; TestSol 24:2 H; Philo; Jos., Bell. 3, 396; 4, 367; 5, 88 al.; Mel.) downward movement (esp. of a scale-pan), inclination ἐν ῥ. ὀφθαλμοῦ in the twinkling of an eye 1 Cor 15:52 v.l. (ῥοπή, though without ὀφθαλμοῦ, = ‘moment’: Diod S 13, 23, 2; 13, 24, 6 [ῥ. καιροῦ ‘decisive moment’]; 20, 34, 2; Plut., Ages. 614 [33, 3]; Wsd 18:12 πρὸς μίαν ῥοπήν; 3 Macc 5:49 ὑστάτη βίου ῥοπή; EpArist 90; Mel., P. 21, 145 ἐν μιᾷ ῥοπῇ; 26, 185 and 29, 200 ὑπὸ μίαν ῥοπήν).—DELG s.v. ῥέπω. M-M.
См. также в других словарях:
ὑστάτη — ὕστατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτῃ — ὕστατος fem dat sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
αμφίπολις — Σπουδαία αρχαία ελληνική πόλη της Μακεδονίας, περίπου 40 χλμ. από τις εκβολές του Στρυμόνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή την περιέβαλε ένας βραχίονας του Στρυμόνα. Βρισκόταν σε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο, γνωστό παλαιότερα ως Εννέα Οδοί, ενώ από τον … Dictionary of Greek
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο … Dictionary of Greek